- παραφρόνιμος
- παραφρόν-ιμος, ον,A = παράφρων, S.OT691 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραφρόνιμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφρόνιμος — ον, Α [παράφρων, ονος] (ποιητ. τ.) παράφρονας, μανιακός, τρελός … Dictionary of Greek
παραφρόνιμον — παραφρόνιμος masc/fem acc sg παραφρόνιμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)